- διασιλλαίνω
- διασιλλ-αίνω,A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24;
πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21
.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21
.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.